- ὑμνῳδία
- ὑμνῳδίᾱ , ὑμνῳδίαsinging of a hymnfem nom/voc/acc dualὑμνῳδίᾱ , ὑμνῳδίαsinging of a hymnfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑμνῳδίᾳ — ὑμνῳδίαι , ὑμνῳδία singing of a hymn fem nom/voc pl ὑμνῳδίᾱͅ , ὑμνῳδία singing of a hymn fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υμνωδία — η / ὑμνῳδία, ΝΜΑ [υμνωδός] το να άδει κάποιος ύμνο, ψαλμωδία νεοελλ. 1. συλλογή εκκλησιαστικών ύμνων 2. μουσ. λόγιος ελληνικός όρος για το ορατόριο νεοελλ. μσν. εκκλησιαστικός ύμνος αρχ. 1. λυρικό ποίημα 2. προφητική ωδή, χρησμωδία … Dictionary of Greek
υμνωδία — η 1. ψαλμωδία: Ακούονται υμνωδίες. 2. εκκλησιαστικός ύμνος, θρησκευτικό τραγούδι: Στη Θεία Λειτουργία ακούμε υμνωδίες. 3. ορατόριο (βλ. λ.). 4. συλλογή εκκλησιαστικών ύμνων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑμνῳδίας — ὑμνῳδίᾱς , ὑμνῳδία singing of a hymn fem acc pl ὑμνῳδίᾱς , ὑμνῳδία singing of a hymn fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμνῳδίαι — ὑμνῳδία singing of a hymn fem nom/voc pl ὑμνῳδίᾱͅ , ὑμνῳδία singing of a hymn fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμνῳδίαν — ὑμνῳδίᾱν , ὑμνῳδία singing of a hymn fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμνωιδίαις — ὑμνῳδία singing of a hymn fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμνῳδιῶν — ὑμνῳδία singing of a hymn fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμνῳδίαις — ὑμνῳδία singing of a hymn fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμνωιδίας — ὑμνωιδίᾱς , ὑμνῳδία singing of a hymn fem acc pl ὑμνωιδίᾱς , ὑμνῳδία singing of a hymn fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)